- βαρομετρικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την ατμοσφαιρική πίεση2. φρ. α) «βαρομετρική πίεση» — ατμοσφαιρική πίεσηβ) «βαρομετρική στήλη» — το ύψος της υδραργυρικής στήλης του βαρομέτρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρομετρικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο ή προσδιορίζεται από το βαρόμετρο: Το μετεωρολογικό δελτίο στηρίζεται σε βαρομετρικές παρατηρήσεις και μετρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
συμπυκνωτήρας — ο, Ν 1. (θερμ. τεχνολ.) εναλλάκτης θερμότητας που χρησιμεύει στη συμπύκνωση τών ατμών μετά από την ολοκλήρωση θερμοδυναμικού κύκλου 2. φρ. α) «συμπυκνωτήρας ανάμιξης» συμπυκνωτής στον οποίο οι υδρατμοί αναμιγνύονται με το ψυχρό νερό που προκαλεί… … Dictionary of Greek